Παρέμβαση υπέρ των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, συνιστά η κύρωση της Κοινοτικής Οδηγίας σχετικά με τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, αλλά και την στήριξη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Αυτές τα δύο ξεχωριστά ζητήματα, θα απασχολήσουν ειδική Επιτροπή που συστάθηκε στο υπουργείο Εργασίας, για να ασχοληθεί με τα εν λόγω ζητήματα. Από την μία πλευρά βρίσκεται η δέσμευση που έχει η χώρα έναντι της ΕΕ, να ενσωματώσει δια νόμου, τις διαδικασίες εκείνες που θα δεσμεύουν εφεξής τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού. Ταυτόχρονα, έχει γίνει αντιληπτό στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, ότι όσο οι ΣΣΕ καθυστερούν να επεκταθούν, δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι όποιες αυξήσεις περιλαμβάνονται εκεί, για το σύνολο των εργαζομένων στους κλάδους που απευθύνονται. Έτσι, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι σε χαμηλά επίπεδα, δημιουργώντας αντικίνητρο για νέες προσλήψεις. Μάλιστα, έχει εντοπιστεί σε αρκετές περιπτώσεις ότι η συγκεκριμένη καθυστέρηση, διογκώνει το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας, που τείνει να λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις σε κομβικούς κλάδους της οικονομίας (πχ τουρισμός, εστίαση, κατασκευές).
Η ενσωμάτωση της Κοινοτικής Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2041 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022, αφορά τους επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ συνολικά. Παράλληλα υπάρχει και η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας 131 του ILO, που επίσης πρέπει να ενσωματωθεί. Η αρμόδια Επιτροπή θα πρέπει να ολοκληρώσει το προπαρασκευαστικό έργο της μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2024 και έως τις 15 Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους θα πρέπει το αργότερο να έχει υιοθετηθεί η σχετική Οδηγία από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Όπως ορίζεται, τα κράτη – μέλη της ΕΕ θα πρέπει να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα που θα στηρίζουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και θα καθορίζουν τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν και τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, δηλαδή εκπροσώπων από τα συνδικάτα εργαζομένων και εργοδοτών. Υπό αυτό το πρίσμα, η Κοινοτική Οδηγία ορίζει ότι:
– Τα κράτη – μέλη πρέπει να αναπτύσσουν και να ενισχύουν την ικανότητα των κοινωνικών εταίρων, για να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, που θα αφορούν τον καθορισμό των μισθών σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, με νόμο έχουν απαγορευτεί από το 2012 οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).
-Τα κράτη – μέλη πρέπει να ενθαρρύνουν ώστε να προωθούν εποικοδομητικές, ουσιαστικές και εμπεριστατωμένες διαπραγματεύσεις για τους μισθούς μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
– Τα κράτη – μέλη πρέπει να παίρνουν μέτρα για την προστασία της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών. Παράλληλα πρέπει να προστατεύουν τους εργαζόμενους και τους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων από διακρίσεις όσον αφορά την απασχόλησή τους. Το συγκεκριμένο πεδίο χρίζει ιδιαίτερης ανάλυσης, καθώς με παρεμβάσεις που έγιναν το 2021 με τον εργασιακό «νόμο Χατζηδάκη», η συλλογική διαπραγμάτευση επιτρέπεται μόνο για όσους συνδικαλιστές έχουν εγγραφεί στο ηλεκτρονικό μητρώο που συσταθεί για εκπροσώπους εργαζομένων και εργοδοτών.
-Τα κράτη – μέλη οφείλουν να παίρνουν μέτρα για την προστασία των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων, καθώς και των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών. Η προστασία επικεντρώνεται σε ενδεχόμενες παρεμβάσεις μεταξύ τους ή των εκπροσώπων ή των μελών τους κατά τη σύσταση, τη λειτουργία ή τη διοίκησή τους, όταν το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι χαμηλότερο από το κατώτατο όριο του 80 %. Επίσης, οφείλουν να θεσπίζουν πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο είτε μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, και να καταρτίζουν σχέδιο δράσης για την αύξηση της κάλυψης.