Η καθολική κάλυψη της υγείας στην Ευρώπη έχει πολλά κενά. Οι ασθενείς επιβαρύνονται από σημαντικές ιδιωτικές πληρωμές, που μάλιστα πολλές φορές καταλήγουν και σε καταστροφικές δαπάνες.
Σχεδόν ένας στους πέντε Ευρωπαίους δεν κατάφερε να καλύψει τις ιατρικές ανάγκες του τη χρονιά που πέρασε, ενώ περίπου οι μισοί νέοι 18-24 ετών δεν κάλυψαν τις ανάγκες τους σε θέματα ψυχικής υγείας. Επίσης, μία στις τέσσερις γυναίκες που δεν κάλυψαν τις ιατρικές τους ανάγκες εστίασε στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Οι περισσότερες ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες στην Ευρώπη την προηγούμενη διετία αφορούσαν τη νοσοκομειακή ή εξειδικευμένη περίθαλψη (43% το 2022 και 47% το 2021). Ακολούθησε η οδοντιατρική περίθαλψη με ποσοστά 27-28% για τα έτη 2021-2022, ενώ οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας βρέθηκαν στην τρίτη θέση, με το 23% των αναγκών να παραμένουν ακάλυπτες πέρυσι, έναντι 20% το 2021.
Στην τελευταία θέση των ακάλυπτων ιατρικών αναγκών βρέθηκαν και οι καρκινοπαθείς με το 3% αυτών πέρυσι και το 2% το 2021 να μην μπορούν να πάρουν την αντικαρκινική τους θεραπεία ή να μην μπορούν να υποβληθούν στην απαιτούμενη χειρουργική επέμβαση.
Τα στοιχεία αυτά του ΟΟΣΑ, παρουσιάστηκαν από το Παρατηρητήριο του Οργανισμού, εντοπίζοντας τις αιτίες για τις ακάλυπτες σε έξι βασικά εμπόδια που βρίσκουν απέναντί τους οι ασθενείς στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις ανάγκες υγείας τους.
Τα εμπόδια ξεκινούν από την καθολική κάλυψη του πληθυσμού η οποία δεν είναι πάντα εφικτή, την πληθώρα των υπηρεσιών υγείας που καλύπτονται, την κάλυψη του κόστους από το σύστημα υγείας ή χρειάζεται και ιδιωτική συμμετοχή του ασθενή, γεωγραφικά εμπόδια – ιδίως σε περιοχές απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα, ζητήματα οργάνωσης του συστήματος υγείας που καταλήγουν σε τεράστιες λίστες αναμονής και φτάνουν μέχρι και την άρνηση παροχής υπηρεσιών από το σύστημα.
Οποιοδήποτε από τα παραπάνω εμπόδια, καταλήγει σε ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες, σύμφωνα με τον Ewout van Ginneken, συντονιστή του τμήματος του Βερολίνου του Παρατηρητηρίου του ΟΟΣΑ στα συστήματα και τις πολιτικές υγείας, του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου.
Ο κ. Γκίνεκεν, απέδωσε την περιορισμένη κάλυψη περίθαλψης είτε σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού που εξαιρούνται, όπως οι Ρομά ή οι άστεγοι, καθώς και εκείνοι που έχουν χάσει την ασφάλισή τους είτε λόγω ανεργίας είτε λόγω μη πληρωμής των εισφορών τους. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται οι πρόσφυγες – μετανάστες.
Πέρα όμως από τις συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, υπάρχει και η περίπτωση τα ίδια τα συστήματα να μην καλύπτουν μια σειρά από υπηρεσίες υγείας, όπως ανάγκη για οπτικά είδη, οδοντιατρική περίθαλψη, φυσιοθεραπεία και υποστηρικτικούς εξοπλισμούς.
Και ενώ μπορεί κάποιες υπηρεσίες να καλύπτονται θεωρητικά, στην πράξη, για τη λήψη της υπηρεσίας να μπαίνουν περιορισμοί από τις ιατρικές ενδείξεις προκειμένου να παρασχεθεί η υπηρεσία.
Αντίστοιχοι περιορισμοί μεταξύ των χωρών, μπαίνουν και στα καινοτόμα φάρμακα, επηρεάζοντας τις θεραπείες καρκινοπαθών και ασθενών με σπάνιες παθήσεις.
Επιπλέον, σημαντικά κενά εντοπίζονται στην κάλυψη διαφόρων παθήσεων όπως το εγκεφαλικό όπου σε κάποιες χώρες δεν παρέχεται αποκατάσταση μετά από αυτό, ή δεν πραγματοποιείται η θρομβόλυση που χρειάζεται, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην παίρνουν τη σωστή θεραπεία.
Το αποτέλεσμα αυτών των περιορισμών είναι οι καταστροφικές δαπάνες των νοικοκυριών, όπου κατά μέσο όρο στην Ευρώπη εντοπίζονται στο 7% των νοικοκυριών, που αναγκάζονται σε ιδιωτική συμμετοχή με απευθείας πληρωμές της τάξης του 23%.
Στην Ελλάδα, τα αντίστοιχα ποσοστά που καταγράφει το Παρατηρητήριο του ΟΟΣΑ αφορούν το 10% των νοικοκυριών που επιβαρύνονται με ιδιωτικές πληρωμές της τάξης του 37%.
Επιπλέον, στη χώρα μας, απουσιάζουν πλήρως μέτρα για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων, όπως επίσης συμβαίνει και στη Λετονία και την Πορτογαλία.
Καταλήγοντας ο κ. Γκίνεκεν επεσήμανε ότι είναι γνωστές στα κράτη οι ευάλωτες ομάδες πληθυσμού που εξαιρούνται της περίθαλψης και ότι η πανδημία επιδείνωσε σημαντικά την πρόσβαση, άρα και την ποιότητα υγείας του πληθυσμού, για να υπογραμμίσει την ανάγκη συλλογής των κατάλληλων στοιχείων που θα επιτρέψουν καλύτερες και πιο εστιασμένες πολιτικές κάλυψης της υγείας του πληθυσμού.