Για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι το δημόσιο σύστημα υγείας αφήνει ακάλυπτη μια σημαντική μερίδα πολιτών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την μελέτη του Ινστιτούτου Πολιτικών, Οικονομικών & Κοινωνικών Ερευνών (ΙΠΟΚΕ), με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή του ΕΚΠΑ, Ιωάννη Υφαντόπουλο, το 35% των ασθενών πληρώνει από την τσέπη του τις δαπάνες για τη φροντίδα της υγείας του. Το γεγονός αυτό αυξάνει το μερίδιο ευθύνης του ασφαλιστικού κλάδου, ώστε να ενημερώσει το κοινό, αλλά και να το πείσει ότι μπορεί να καλύψει αυτό το κενό.
Ειδικότερα, το ζήτημα της χρόνιας υπο-επένδυσης στον τομέα της Υγείας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες στα κράτη της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης για τους πολίτες τους σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, συζητήθηκε κατά το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Υγείας Gastein (EHFG 2023), το φημισμένο ευρωπαϊκό συνέδριο για την πολιτική υγείας.
Η ειδική ενότητα με τον τίτλο «Συστήματα υγείας σε κρίση – η περίπτωση των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών» βασίστηκε στα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο & τις Υπηρεσίες Υγείας: Οι περιπτώσεις της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας». Η μελέτη υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για δράση με στόχο την εξισορρόπηση των ανισοτήτων σε θέματα υγείας μεταξύ των πολιτών των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Οι υψηλού επιπέδου ομιλητές του πάνελ, εκπροσωπώντας αρμόδιους φορείς χάραξης πολιτικής, ενώσεις ασθενών και τη φαρμακοβιομηχανία, σχολίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης και αναζήτησαν κοινές προσεγγίσεις και πολιτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση της πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη και τις εκβάσεις υγείας στην περιφέρεια.
Η μελέτη του ΙΠΟΚΕ είχε ως κύριο στόχο τη διερεύνηση των επιπτώσεων της υπο-επένδυσης στα υγειονομικά συστήματα, στις εκβάσεις υγείας και τη φαρμακευτική περίθαλψη στα 3 επιλεγμένα κράτη, μέσω μακρο- και μικρο-ανάλυσης των πηγών δεδομένων. Η μελέτη υλοποιήθηκε με την ευγενική υποστήριξη της Viatris Europe και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα νωρίτερα εντός του έτους, από κοινού με την Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ).
Ειδικά για την Ελλάδα, η ανάλυση παρουσιάζει σημαντική υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σημαντική μείωση στις δημόσιες δαπάνες υγείας με αντίστοιχη αύξηση στις ιδιωτικές δαπάνες. Η μετακύλιση του κόστους από τον δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών επέφερε επιπλέον επιβάρυνση στα ελληνικά νοικοκυριά, δημιουργώντας υψηλά επίπεδα καταστροφικών δαπανών.
Οι παραπάνω μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη, με την Ελλάδα να καταγράφεται ως μία από τις χώρες της Ε.Ε.-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες. Επιπλέον, η Ελλάδα συνδέεται με τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής από όλα τα κράτη της Ε.Ε., με 1 στους 3 Έλληνες (36%) να ζει με χαμηλή ποιότητα ζωής.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Ιωάννης Υφαντόπουλος, «η δεκαετής οικονομική κρίση, τα 3 Μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση της COVID-19 επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Η κρατική χρηματοδότηση για την Υγεία στη χώρα μας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως σπατάλη δημόσιων πόρων, αλλά ως ευκαιρία επένδυσης στην υγεία του πληθυσμού, δηλαδή του ανθρώπινου κεφαλαίου της οικονομίας μας».
Η μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Eurohealth Journal, ενώ θα παρουσιαστεί και στο Συνέδριο ISPOR τον Νοέμβριο.
Η μελέτη εν συντομία:
Με τη χρήση μακρο- και μικρο-ανάλυσης πηγών Big Data που καλύπτουν την περίοδο 1960-2021, η μελέτη κατέδειξε ότι οι επενδύσεις στην Υγεία, συνολικές δημόσιες και φαρμακευτικές δαπάνες υγείας, δεν επαρκούν σε αυτές τις 3 χώρες, παρά τη μεγάλη οικονομική τους ανάπτυξης κατά τα τελευταία 20 έτη.
Το ποσοστό του ΑΕΠ για επενδύσεις στην Υγεία στις επιλεγμένες χώρες εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον Μ.Ο. των Ε.Ε.-27 (Ελλάδα 9%, Πολωνία 6,5%, Ρουμανία 5,7% του ΑΕΠ, με τον Μ.Ο. της Ε.Ε. να βρίσκεται στο 10%), ενώ στις χώρες αυτές παρατηρούνται υψηλά επίπεδα ιδιωτικών δαπανών υγείας από τους ασθενείς (Ελλάδα 35%, Πολωνία 20%, Ρουμανία 19%, έναντι 15,3% του Μ.Ο. της Ε.Ε.). Αυτό έχει οδηγήσει -συνδυαστικά με τις καθυστερήσεις στη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας που προκλήθηκαν από την COVID-19, την κρίση κόστους διαβίωσης, τον πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές προκλήσεις- σε σημαντικά χαμηλότερο προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης και λιγότερα έτη υγιούς διαβίωσης στο σύνολο των τριών χωρών σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., γεγονός που εντείνει τις υγειονομικές και κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η Ελλάδα συνδέεται με τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής από όλα τα κράτη της Ε.Ε., με 1 στους 3 Έλληνες (36%) να ζει με χαμηλή ποιότητα ζωής, η Πολωνία βρίσκεται στην τέταρτη θέση ως προς την κατάταξη που αφορά την ποιότητα ζωής, ενώ οι άνθρωποι στη Ρουμανία ζουν λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης (59,9 έτη) σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ε.Ε. (64 έτη).
Οι πολίτες αυτών των κρατών παρουσιάζουν πολυνοσηρότητα (σημειώνεται ότι 6 στους 10 ανθρώπους στην Πολωνία υφίστανται πολυνοσηρότητα), καθώς και υψηλές ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες (το 28% του πληθυσμού στην Ελλάδα, το 21% στη Ρουμανία και το 12% στην Πολωνία αναφέρουν ότι έχουν ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες), που αυξάνονται με τον καιρό.