Το στίγμα του τρόπου με τον οποίο θα σχεδιάζονται οι αποφάσεις κατά τη νέα θητεία του στο Υπουργείο Υγείας έδωσε ο Άδωνις Γεωργιάδης, καθώς από την τυπικά πρώτη εβδομάδα παρουσίας του στην Αριστοτέλους δέχθηκε στο γραφείο του και τους τέσσερις φορείς εκπροσώπησης των φαρμακευτικών εταιρειών.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή με τη συμμετοχή εκπροσώπων του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), του Pharma Innovation Forum (PIF) και του Συλλόγου Αντιπροσώπων Φαρμακευτικών Ειδών και Ειδικοτήτων (ΣΑΦΕΕ). Παρόντες ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, πέραν του κ. Γεωργιάδη, ο Γενικός Γραμματέας Στρατηγικού Σχεδιασμού, Άρ. Αγγέλης, η πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, Θ. Καρποδίνη και η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Φαρμάκου, Γενική Διεύθυνση Οργάνωσης και Σχεδιασμού Υπηρεσιών Υγείας του ΕΟΠΥΥ, Χ. Κανή, αλλά και ο Μπ. Καραθάνος, ο οποίος φαίνεται πως επίσης επιστρέφει στο Υπουργείο Υγείας. Θυμίζουμε πως ο κ. Καραθάνος ήταν τόσο στο πλευρό του κ. Γεωργιάδη στην πρώτη του θητεία, αλλά και πιο πρόσφατα ήταν σύμβουλος του Θ. Πλεύρη σε θέματα φαρμάκου.
Σύμφωνα με πληροφορίες η συνάντηση, που διήρκησε περίπου 1 ώρα, έγινε σε θετικό κλίμα, με τον κ. Γεωργιάδη να περιγράφει περισσότερο τις προθέσεις του και να παραθέτει τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθεί το επόμενο διάστημα. Μάλιστα, το πλαίσιο της στρατηγικής για το φάρμακο αναμένεται να λάβει σχήμα εντός 10ημέρου , ενώ οι φορείς θα υποβάλλουν τις προτάσεις τους σε ξεχωριστές συναντήσεις που ξεκινούν άμεσα.
Αυτό που ήταν σαφές, όμως, ήταν ότι αποφάσεις και μέτρα θα ληφθούν άμεσα. Άλλωστε, ο νέος Υπουργός Υγείας αναφέρθηκε στο clawback και κατά την ομιλία του στην τελετή παράδοσης-παραλαβής, ενώ το θέμα της φαρμακευτικής δαπάνης προέκυψε και στην πρόσφατη συνέντευξη τύπου, την πρώτη, που παραχώρησε ο κ. Γεωργιάδης.
Σε απάντηση για την πιθανή διεύρυνση της διάθεσης των αντιικών φαρμάκων και στα ιδιωτικά φαρμακεία, σχολίασε ότι πέραν της δημόσιας υγείας, προσοχή απαιτείται για να αποφευχθούν συνθήκες υπερσυνταγογράφησης και τεχνητής ζήτησης, καθώς «το παρελθόν έχει δείξει ότι όσο πιο πολύ ανοίγεις ένα κανάλι τόσο, μετά από ένα χρονικό διάστημα, χάνεις τον έλεγχο». «Θέλω να είμαι ειλικρινής, δεν αισθάνομαι ακόμα απολύτως έτοιμος να πάρω μια τέτοια απόφαση, ιδιαίτερα σε μια εποχή που εν γένει η φαρμακευτική δαπάνη είναι… σε πολύ υψηλά επίπεδα», πρόσθεσε με νόημα.
Μάλιστα, απαντώντας σε σχόλιο, πως ετσι και αλλιώς η δαπάνη παραμένει σταθερή, ξεκαθάρισε ότι «η δαπάνη δεν παραμένει ίδια, γιατί άνοδος του clawback σημαίνει μεγαλύτερο co-payment των ασθενών. Άρα αυξάνεται και πρόσθεσε: «Μην κάνουμε αυτό το μεγάλο λάθος. Το clawback είναι δικός μου νόμος. Το έχω σχεδιάσει γραμμή-γραμμή. Το clawback δεν πρέπει να είναι εκτός ελέγχου. Είναι ψευδαίσθηση ότι δεν επιβαρύνει το κράτος».
Τα «καυτά» σημεία
Αποφασισμένος να κινηθεί τάχιστα εμφανίστηκε κατά τη συνάντηση με τους εκπροσώπους των φαρμακευτικών επιχειρήσεων ο νέος Υπουργός Υγείας. Με το clawback και εν γένει τις υποχρεωτικές επιστροφές να καλπάζουν την ώρα που η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παραμένει παγωμένη, η στρατηγική του Υπ. Υγείας φαίνεται να στρέφεται κατά προτεραιότητα στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη. Γενικά, όμως, θα είναι τα διαρθρωτικά μέτρα, που αναμένεται να λάβουν άμεση προτεραιότητα, με τις αλλαγές όμως να μην αναμένεται να σταματήσουν εκεί.
Ο έλεγχος της υπερκατανάλωσης, ιδίως στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη, με “κλείδωμα” των πρωτοκόλλων συνταγογράφησης και την εφαρμογή “κοφτών”, είναι μια προσπάθεια που θα επιχειρήσει να προωθήσει και αυτή η ηγεσία.
Ωστόσο, ο νέος υπουργός φέρεται να αναγνώρισε και την ανάγκη ενίσχυσης των προϋπολογισμών. Αν και διαχρονικά, οι αποφάσεις που λαμβάνονται γύρω από θέματα δαπάνης είναι σε συντονισμό με το Υπ. Οικονομικών, εκτιμάται ότι ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση ενίσχυσης της δαπάνης θα είναι η προσθήκη, εμπροσθοβαρώς, των 300 εκατ. ευρώ που αντιστοιχούν στο προβλεπόμενο νομοθετημένο ποσό για το 2024, στο πλαίσιο της συμφωνίας με το Ταμείο Ανάκαμψης για την απομείωση του clawback, κατ’ αντιστοιχία σχετικών αποφάσεων που είχε λάβει ο πρώην Υπ. Υγείας Θ. Πλεύρης.
Πέραν αυτού όμως ο κ. Γεωργιάδης φέρεται να είναι έτοιμος να τροποποιήσει και παραμέτρους που σχετίζονται με την τιμολόγηση, στην προσπάθεια εξορθολογισμού της δαπάνης. Όπως έχει φανεί στην πράξη, βέβαια, έως τώρα μειώσεις τιμών δεν έχουν καταφέρει να μειώσουν τη συνολική φαρμακευτική δαπάνη, στην οποία και αναφερόταν στην τοποθέτηση του κατά τη συνέντευξη τύπου. Βασική τροχοπέδη έχει αποτελέσει ως σήμερα το φαινόμενο της υποκατάστασης, όπου φθηνότερα φάρμακα, πλέον μη βιώσιμα, αποσύρονται από την αγορά και υποκαθίστανται από ακριβότερες θεραπείες.
Ο Υπουργός Υγείας, όμως, αναμένεται να στρέψει τα βέλη του σε δύο συγκεκριμένα πεδία. Αφενός, εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο κατάργησης της προστασίας του 7% που ισχύει για συγκεκριμένες κατηγορίες φαρμάκων (κατά την ανατιμολόγηση, η τιμή ενός φαρμάκου δεν μπορεί να μειωθεί περισσότερο από 7%), αφετέρου δεν αποκλείεται να υπάρξουν αλλαγές και στο “καλάθι” των χωρών, βάσει των οποίων προκύπτει η τιμολόγηση, με επιστροφή στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι των χωρών της Ευρωζώνης που ισχύει τώρα. Την αλλαγή στο “καλάθι” προωθούσε και ο κ. Πλεύρης.
Σκέψεις εκφράστηκαν και για την περαιτέρω επέκταση των διαπραγματεύσεων για κλειστούς προϋπολογισμούς στο σύνολο των φαρμάκων κοινότητας, αν και μια τέτοια εξέλιξη ίσως αποδειχθεί περίπλοκη στην εφαρμογή, κυρίως γιατί τίθενται θέματα διασφάλισης της εμπιστευτικότητας των συμφωνιών στο πλαίσιο της Επιτροπής.
Οι πληροφορίες αναφέρουν πως ο κ. Γεωργιάδης αναγνώρισε και τη στρέβλωση στο μηχανισμό των υποχρεωτικών επιστροφών, όπου κάποιες εταιρείες αναγκάζονται να επωμιστούν βάρη που αντιστοιχούν σε άλλες.
Θυμίζουμε ότι, μεταξύ των ζητημάτων που έχουν τεθεί από τις εταιρείες είναι και τα επιπρόσθετα βάρη που προκύπτουν από την μερική ή ολική απαλλαγή από το clawback για τα φάρμακα κάτω των 30 ευρώ, καθώς η όποια υπέρβαση προκύπτει πέφτει στο συνολικό clawback που κατανέμεται στις φαρμακευτικές εταιρείες.
Επιπρόσθετα, σημαντικό κρίνεται από τον κλάδο τα όποια οριζόντια μέτρα ληφθούν να ακολουθήσουν τα διαρθρωτικά, ώστε να μην επιβαρυνθεί περισσότερο η αγορά.