Δύο «ξεχασμένες νάρκες», το υψηλό δημόσιο χρέος και το οξύτατο και μάλλον μη αναστρέψιμο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα για το Ασφαλιστικό Σύστημα. Έτσι, καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη να αξιοποιηθεί ο 2ος και ο 3ος πυλώνας κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης, έτσι ώστε το συνταξιοδοτικό σύστημα να ενισχυθεί πιο ουσιαστικά. Αυτό είναι το συμπέρασμα του 5ου ετήσιου Συνεδρίου που διοργανώθηκε την Πέμπτη, 4 Απριλίου, από την Ελληνική Ένωση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛΕΤΕΑ), το πρώτο μετά την ψήφιση του νόμου (ν.5078/23) με τον οποίο θα εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, αναλογική φορολόγηση στις παροχές του κλάδου.
Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά, εάν δεν υπάρξει κοινή δράση από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (Πολιτεία, πολίτες, φορείς της αγοράς), τότε το εισόδημα των μελλοντικών συνταξιούχων θα διατρέξει σημαντικό κίνδυνο συρρίκνωσης, με συνέπεια τη σοβαρή επιδείνωση της ποιότητας ζωής τους.
Οι προτάσεις που κατατέθηκαν, κωδικοποιούνται σε τρεις άξονες:
- Προοδευτική μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
- Καθιέρωση του συστήματος αυτόματης εγγραφής των εργαζομένων σε επαγγελματικό ταμείο.
- Ενίσχυση του 2ου πυλώνα ασφάλισης με εισαγωγή στοχευμένων κινήτρων συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων σε αυτόν και μείωση του κόστους λειτουργίας και διαχείρισης των Τ.Ε.Α. μέσω ειδικών φοροαπαλλαγών που προσιδιάζουν στον μη κερδοσκοπικό τους χαρακτήρα και την κοινωνική τους αποστολή.
Ο πρόεδρος του ΕΛΕΤΕΑ, Χρήστος Νούνης, υπογράμμισε παράλληλα τη σημασία που έχει να υπάρξει σύγκλιση στους όρους λειτουργίας, ανάμεσα στα ΤΕΑ και στα Ομαδικά Ασφαλιστήρια Συμβόλαια. Με την πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση επιτεύχθηκε μόνο εξίσωση των φορολογικών κινήτρων συμμετοχή, κάτι που κατά τον κ. Νούνη «λειτουργεί εις βάρος της προστασίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Με άλλα λόγια, ο Ν.5078, χωρίς καμία δικαιολογητική βάση και σε απόλυτη απόκλιση με την ευρωπαϊκή πρακτική, εξαιρεί τα Ομαδικά των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων από όλες τις απαιτήσεις, που αντίθετα επιβάλλει στα Τ.Ε.Α. υπέρ της προστασίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των μελών τους.
Πρόκειται για ένα θέμα που έχει αναγνωριστεί από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, ότι χρήζει δευτερογενούς νομοθετικής ρύθμισης από το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης. Μια παρέμβαση που αναμένεται να πραγματοποιηθεί εντός του α’ εξαμήνου του τρέχοντος έτους, όπως είχε δεσμευτεί στους κοινωνικούς εταίρους ο τέως υπουργός Εργασίας, Άδωνις Γεωργιάδης.
Στην παρέμβασή του ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου ανέδειξε τη σημασία λειτουργίας του Ταμείου Επαγγελματικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), ως μέτρο προστασίας του Ασφαλιστικού Συστήματος και διασφάλισης ενός εισοδήματος για τους μελλοντικούς συνταξιούχους.
Σε κάθε περίπτωση, επισημάνθηκε στο Συνέδριο ότι λήφθηκαν μέτρα, με τον πρόσφατο νόμο, που κινούνται στη σωστή κατεύθυνση στήριξης της Επαγγελματικής Ασφάλισης.
Ως τέτοια αναφέρθηκαν:
– Η θεσμοθέτηση ενιαίας εποπτείας των ΤΕΑ μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος.
-Του προτυποποιημένο Καταστατικό, για τη ραγδαία επιτάχυνση του χρόνου αδειοδότησης.
-Τα πολυεργοδοτικά επαγγελματικά ταμεία χωρίς επαγγελματικό δεσμό.
– Ο αυξημένος βαθμός ελευθερίας στην επενδυτική διαχείριση, με δυνατότητα των ΤΕΑ για παροχή περισσοτέρων του ενός προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών.
-Διασυνοριακές δραστηριότητες και διαδικασίες μεταβιβάσεων προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών.
-Ανώτατο ποσό εισφορών και εισαγωγή κλιμακωτής φορολόγησης των συνταξιοδοτικών παροχών (5% έως 20%), προοδευτικά μειούμενης, συναρτήσει των ετών επαγγελματικής ασφάλισης και του τρόπου καταβολής της παροχής (εφάπαξ ή σύνταξης).
Στην Ελλάδα λειτουργούν 32 ΤΕΑ, εκ των οποίων τα 28 είναι προαιρετικής, ενώ υπάρχουν και τέσσερα υποχρεωτικής ασφάλισης. Τα εγγεγραμμένα μέλη, στις 31 Δεκεμβρίου 2023 υπολογίστηκαν σε 222.671, αριθμός που αντιπροσωπεύει το 4,85% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της και το 5,97% των απασχολουμένων στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στις 31.12.2023 τα περιουσιακά στοιχεία του συνόλου των ΤΕΑ στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 2,13 δισ. ευρώ, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 18,01%.